- αποταυρος
- ἀποταυροςἀπο-ταυρος2не знавшая быка
(ἥ βοῦς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ βοῦς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόταυρος — ἀπόταυρος, ον (Α) αυτή που βρίσκεται μακριά από τον ταύρο, η αβάτευτη αγελάδα … Dictionary of Greek
ἀποταύρους — ἀπόταυρος apart from the bull masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)